- αναγκαστικός
- -ή, -ό (Α ἀναγκαστικός, -ή, -όν)1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος2. καταπιεστικός, φορτικός3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. -ῶς)με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από το ρ. ἀναγκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.